- φλογεράς
- φλογερά̱ς , φλογερόςblazingfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… … Dictionary of Greek
άνθεμα — Αρχαίο ελληνικό τραγούδι που έλεγαν οι ιδιώτες (πολίτες δίχως επάγγελμα). Το τραγουδούσαν με συνοδεία φλογέρας και συγχρόνως χόρευαν έξαλλα. Toά. ήταν ανάλογο με τα λαϊκά παραδοσιακά τραγούδια που έλεγαντα μέλη των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων… … Dictionary of Greek
αχός — ο 1. ήχος, βοή 2. υπόκωφος ήχος 3. ήχος φλογέρας ή άλλου οργάνου 4. αναστεναγμός («αναστενάζω, βγαίνει αχός, και μέσα μένει ο πόνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αχώ < ηχώ] … Dictionary of Greek
ροίβδησις — ήσεως, ἡ, Α [ροιβδῶ] ο ήχος τής φλογέρας τού βοσκού … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek